κληρονομήσει

κληρονομήσει
κληρονομέω
inherit
aor subj act 3rd sg (epic)
κληρονομέω
inherit
fut ind mid 2nd sg
κληρονομέω
inherit
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομώ — και άω (AM κληρονομῶ, έω, Α δωρ. τ. κλαρονομῶ) [κληρονόμος] 1. γίνομαι κάτοχος ενός χρηματικού ποσού ή κινητού πράγματος, το οποίο περιέρχεται σε μένα από κληρονομιά, γίνομαι κληρονόμος, παίρνω κάτι ως μερίδιο από κληρονομιά (α. «κληρονόμησε από… …   Dictionary of Greek

  • Γκάνα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γκάνα Παλαιότερη ονομασία: Χρυσή Ακτή Έκταση: 238.538 τ. χλμ. Πληθυσμός: 19.361.000 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Άκρα (1.605.500 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει Δ με την Ακτή Ελεφαντοστού, Β και ΒΔ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • -άνος — ανός (Α άνος, ανός)· [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματική κατάληξη της οποίας το αρχικό φωνήεν α είτε ανήκει σε δισύλλαβη ρίζα (ομηρ. έρανος < *werә nos είτε προέρχεται από ΙΕ *n (βάσκανος βασκαίνω < *βασκn ω). Το επίθημα ανο απαντά κυρίως στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • επίδικος — η, ο (AM ἐπίδικος, ον) αυτός που βρίσκεται ακόμη στην κρίση τού δικαστηρίου, που δεν έχει ξεκαθαριστεί νομικώς («ἐπιδίκου ὄντος τοῡ κλήρου», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «επίδικο πράγμα» ό,τι έχει καταστεί αντικείμενο δικαστικής διαφοράς αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • κληρονομικότητα — Μεταβίβαση των χαρακτήρων ενός ατόμου στις επόμενες γενιές, η οποία πραγματοποιείται με τη σύζευξη των γεννητικών κυττάρων (γαμέτες) των γονέων και την ανάμειξη του γενετικού τους υλικού. Η μεταβίβαση αυτή ακολουθεί καθορισμένους νόμους, που… …   Dictionary of Greek

  • λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”